- αριπρεπής
- -ές (AM ἀριπρεπής [-οῡς], -ές)1. διαπρεπής, διακεκριμένος2. (για πράγματα) πολύ φωτεινός, λαμπρός3. εμφανής, περίβλεπτος («Νήριτον ἀριπρεπές», Όμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι-* + -πρεπής < πρέπω «ξεχωρίζω, λάμπω»].
Dictionary of Greek. 2013.